- περικονδυλοπωροφίλα
- περι-κονδυλο-πωρο-φίλα, ἡ, die Geschwulst an den Fingergelenken liebende, komisches Beiwort der Gicht
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περικονδυλοπωροφίλα — περικονδυλοπωροφίλᾱ , περικονδυλοπωροφίλα loving chalk stones on the knuckles fem nom/voc/acc dual περικονδυλοπωροφίλᾱ , περικονδυλοπωροφίλα loving chalk stones on the knuckles fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικονδυλοπωροφίλα — ἡ, Α (κωμική λ. για την ποδάγρα) αυτή που αγαπά τα οστέινα εξογκώματα στις αρθρώσεις τών δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κόνδυλος «αρμός δακτύλων» + πῶρος «πωρώδης σύσταση, εξόγκωμα στις αρθρώσεις» + φίλος] … Dictionary of Greek